πλιατσικολογώ

πλιατσικολογώ
(ε), πλιατσικολογάω 1. μετ. грабить, ограблять;
2. αμετ. заниматься грабежом

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πλιατσικολογώ" в других словарях:

  • πλιατσικολογώ — βλ. πίν. 73 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πλιατσικολογώ — άω, Ν [πλιατσικολόγος] λεηλατώ, διαρπάζω, λαφυραγωγώ …   Dictionary of Greek

  • πλιατσικολογώ — πλιατσικολόγησα, πλιατσικολογήθηκα, πλιατσικολογημένος, λαφυραγωγώ, αρπάζω, λεηλατώ: Πήραν σβάρνα τα χωριά και πλιατσικολογούσαν ασυλλόγιστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλιατσικολόγημα — το, Ν η πράξη και το αποτέλεσμα τού πλιατσικολογώ, λαφυραγωγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλιατσικολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • πλιατσικολογία — η, Ν [πλιατσικολόγος] η πράξη τού πλιατσικολογώ, το πλιατσικολόγημα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»